νηρίτου

νηρίτου
νήριτος
countless
masc/fem/neut gen sg
νηρί̱του , νηρίτης
sea-snails
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Νηρίτου — Νήριτος countless masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανωγή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 50 κάτ.) της Ιθάκης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Νηρίτου, στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας. * * * ἀνωγή, η (Α) [άνωγα] διαταγή, προτροπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”